- προσαρθρούμαι
- -όομαι, Ασυνενώνομαι με αρμούς, συναρμόζομαι («καθ' ἕνα δὲ ἕκαστον τῶν σπονδύλων προσήρθρωνται», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀρθροῦμαι «συναρμόζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσάρθρωσις — ώσεως, ἡ, Α [προσαρθροῡμαι] συνένωση με αρμούς, συναρμογή … Dictionary of Greek